Η παράδοση της ξυλογλυπτικής στη Λέσβο
Είναι γνωστό ότι η Λέσβος, από πολλούς αιώνες κατέχει στον πνευματικό τομέα μια ξεχωριστή θέση και το χωριό Αγιάσος πρωτοπορεί.
Γνωστά ειναι:
- το Αναγνωστήριο Αγιάσου, σύλλογος που ιδρύθηκε το 1894 επί τουρκοκρατίας με πλούσια πολιτιστική και θεατρική δράση,
- το ξεχωριστό καρναβάλι της Αγιάσου με το Διονυσιακό σατιρικό λόγο και
- οι κάθε λογής τεχνίτες της που κατασκεύαζαν και κατασκευάζουν έργα που είναι ζηλευτά κυρίως στη κεραμική και τη ξυλογλυπτική.
Ένα από τα κυριότερα δείγματα λαϊκής τέχνης είναι η ξυλογλυπτική. Δεν σημαίνει βέβαια ότι η Αγιάσος ήταν και είναι αποκλειστικός τόπος όπου αναπτύχθηκε η τέχνη της ξυλογλυπτικής. Όμως τα πάντα συνηγορούν ότι τα περισσότερα δείγματα ξυλόγλυπτων επίπλων που υπάρχουν και έχουν κατασκευασθεί στη Λέσβο, προέρχονται από την Αγιάσο. Είναι πολύ φυσικό ένα είδος τέχνης να αναπτύσσεται σε τόπους όπου υπάρχει άφθονη πρώτη ύλη (καρυδιές - καστανιές) καθώς και καλοί τεχνίτες. Είναι γνωστό ότι οι γεροντότεροι σε όλη τη Λέσβο όταν αναφέρονται στις παλιές ξυλόγλυπτες κασέλες τις αναφέρουν σαν «Αγιασώτικα σεντούκια».
Δύο πρέπει να είναι οι πηγές προέλευσης των ξυλογλυπτών της Αγιάσου.
Είναι γνωστό ότι η Λέσβος, από πολλούς αιώνες κατέχει στον πνευματικό τομέα μια ξεχωριστή θέση και το χωριό Αγιάσος πρωτοπορεί.
Γνωστά ειναι:
- το Αναγνωστήριο Αγιάσου, σύλλογος που ιδρύθηκε το 1894 επί τουρκοκρατίας με πλούσια πολιτιστική και θεατρική δράση,
- το ξεχωριστό καρναβάλι της Αγιάσου με το Διονυσιακό σατιρικό λόγο και
- οι κάθε λογής τεχνίτες της που κατασκεύαζαν και κατασκευάζουν έργα που είναι ζηλευτά κυρίως στη κεραμική και τη ξυλογλυπτική.
Ένα από τα κυριότερα δείγματα λαϊκής τέχνης είναι η ξυλογλυπτική. Δεν σημαίνει βέβαια ότι η Αγιάσος ήταν και είναι αποκλειστικός τόπος όπου αναπτύχθηκε η τέχνη της ξυλογλυπτικής. Όμως τα πάντα συνηγορούν ότι τα περισσότερα δείγματα ξυλόγλυπτων επίπλων που υπάρχουν και έχουν κατασκευασθεί στη Λέσβο, προέρχονται από την Αγιάσο. Είναι πολύ φυσικό ένα είδος τέχνης να αναπτύσσεται σε τόπους όπου υπάρχει άφθονη πρώτη ύλη (καρυδιές - καστανιές) καθώς και καλοί τεχνίτες. Είναι γνωστό ότι οι γεροντότεροι σε όλη τη Λέσβο όταν αναφέρονται στις παλιές ξυλόγλυπτες κασέλες τις αναφέρουν σαν «Αγιασώτικα σεντούκια».
Δύο πρέπει να είναι οι πηγές προέλευσης των ξυλογλυπτών της Αγιάσου.
- Οι σαμαροποιοί (κατασκευαστές σαμαριών για τα υποζύγια) που διακοσμούσαν τα σαμάρια με λίγα σκαλίσματα κατασκεύαζαν και κάποιες κασέλες. Ο κ. Χαριλής Μπίνος σ’ ένα άρθρο του περιοδικό Ζυγός του 1965 αναφέρει ότι οι πρώτες αυτές κασέλες που έχει εντοπίσει (και σώζονται) είναι από τα μέσα του 18ου αιώνα. Ο ίδιος αναφέρει ότι πρέπει να κατασκευάζονταν από σαμαροποιούς και το δικαιολογεί λέγοντας ότι ενώ έχουν πολύ προσεγμένες ξυλόγλυπτες παραστάσεις είναι όμως άκομψες, αγώνιαστες και αροκάνιστες και δεν φαίνονται να έχουν γίνει από μάστορα.
- Οι μαθητάδες (τα τσιράκια) από τους Γιαννιώτες τεχνίτες που κατασκεύαζαν το τέμπλο του Ναού της Παναγίας Αγιάσου (που κάηκε πριν ολοκληρωθεί κατά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1812) οι οποίοι είχαν και καλύτερη τεχνική κατάρτιση.
Τα κυριότερα έπιπλα ενός Αγιασώτικου νοικοκυριού ήταν οι κασέλες και οι καθρέπτες, άλλοτε αυτά ήταν ίσια χωρίς σκαλίσματα, αλλά τις περισσότερες φορές ήταν σκαλισμένα. Απ’ αυτές υπάρχουν τα περισσότερα στοιχεία για την μελέτη της ξυλογλυπτικής στην Αγιάσο. Μεγαλύτερη σημασία είχαν οι παραστάσεις και τα σχέδια που ήταν σκαλισμένα μόνο εμπρός. Ο φυτικός διάκοσμος φαίνεται ότι έδινε περισσότερη έμπνευση στους λαϊκούς δημιουργούς. Όλες τις παραστάσεις ο ταγιαδόρος (σκαλιστής) τις βρίσκει από το χώρο όπου ζει και κινείται και πολλές φορές τις εμπλουτίζει από δείγματα της φαντασίας του προσθέτοντας μέσα στο φύλλωμα μιας γλάστρας π.χ. και πουλάκια. Άλλοτε προσθέτει στο σχέδιο του και προσόψεις εκκλησιών. Πολλοί φαίνεται ότι επηρεάστηκαν από την Βυζαντινή τεχνική και προσθέτουν έναν ή περισσότερους δικέφαλους μέσα στη παράσταση. Όλες σχεδόν είναι καλοδουλεμένες παραστάσεις και φαίνεται ότι ο τεχνίτης έδινε όλη την αγάπη του το μεράκι του γι’ αυτό που έφτιαχνε.

Εξετάζοντας τεχνικά το σκάλισμα βρίσκουμε ότι οι τεχνίτες αυτοί είχαν πολλών ειδών σκαρπέλα. Χαρακτηριστικό είναι ότι χρησιμοποιούσαν πολλών ειδών σγορμπίες (ημιστρόγγυλα σκαρπέλα) που φαίνονται καθαρά πάνω σε όλες τις παραστάσεις. Το σκάλισμα τους ήταν συνήθως ρηχό. Η παράσταση προβάλει ανάγλυφη και τονίζεται χτυπώντας το φόντο με ένα εργαλείο ώστε να γίνει θαμπή η επιφάνεια (χτυπιέται άμμος δηλαδή). Το σχέδιο του σκαλίσματος παρουσιάζει συνήθως επίπεδη συμμετρία. Σε άλλες πάλι ένα τμήμα του σχεδίου επαναλαμβάνεται, όμως το καθένα παρουσιάζει μικροδιαφορές από το άλλο, δείγμα του ότι έχει δουλευτεί με το χέρι.
Ενώ όμως η κασέλα αντιπροσωπεύει τους πιο αυθόρμητους δημιουργούς, τους αυτοδίδακτους ταγιαδόρους και παρουσιάζει ατέλειες από κατασκευαστική πλευρά, τα άλλα είδη επίπλων που βρίσκονται παρουσιάζουν ότι είναι κατασκευασμένα από καλούς μαστόρους και καλούς ταγιαδόρους. Αυτοί οι μαστόροι, που ήταν τα τσιράκια των κατασκευαστών του καμένου τέμπλου του Ιερού Ναού της Παναγίας Αγιάσου, κατασκεύαζαν έπιπλα που δένουν απόλυτα με το χώρο. Τα σχέδια στο σκάλισμα είναι άλλοτε λιτά και απλά και άλλοτε πλούσια και βαριά. Ορισμένες φορές αυτά τα είδη παρουσιάζουν φράγκικες επιρροές, όπως είναι οι κομότες και άλλοτε δείχνουν ότι ο τόπος μας γειτονεύει με τη Μικρά Ασία. Αυτές οι επιρροές αφομοιώθηκαν από το λαϊκό τεχνίτη και έδωσαν δείγματα καινούριων σχεδίων και γραμμών για το έπιπλο.
Η άνθηση της ξυλογλυπτικής τέχνης συνεχίστηκε, μάλλον μέχρι τα μέσα ή τέλη του 19ου αιώνα. Η αρχή του 20ου αιώνα επιφύλασσε πολλά για τον τόπο. Η οικονομικά εύπορη Αγιάσος άρχισε να φθίνει. Αυτό που προσπαθούσε να κάνει κανείς ήταν να επιζήσει. Λογικό ήταν λοιπόν και οι ταγιαδόροι να παρατήσουν τα σκαρπέλα τους. Οι μεγαλύτεροι άρχισαν να χάνονται ένας ένας και οι νεώτεροι έμαθαν άλλες τέχνες.
Για τη σύγχρονη εποχή θα χρησιμοποιήσω τα γραφόμενα στο πρώτο τουριστικό οδηγό για την Αγιάσο (έκδοση του Συλλόγου Αγιασωτών της Αθήνας)
«Στα μεταπολεμικά χρόνια, την τέχνη άσκησε από το 1950 και μετά ο Δημήτρης ο Καμαρός, που είχε παππού ξυλογλύπτη. Τα σκαλιστά του έγιναν γνωστά και ονομαστά όχι μόνο στο νησί αλλά σ’ όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό.»
Από τις αρχές της δεκαετίας του 70 η στροφή του κόσμου στο κλασικό έπιπλο έδωσε τη δυνατότητα για μια καινούρια ανάπτυξη του ξυλόγλυπτου επίπλου. Σήμερα κατασκευάζονται όλα τα είδη των επίπλων. Τα περισσότερα είναι αντιγραφές από έπιπλα παλιότερα όμως που στο καθένα δίνει τη σφραγίδα του ο δημιουργός. Παρόλο που χρησιμοποιούνται σύγχρονα εργαλεία για τις δουλειές της επιπλοποιίας όμως τα ξυλόγλυπτα τμήματα εξακολουθούν να γίνονται με το χέρι χρησιμοποιώντας για εργαλεία τα σκαρπέλα.
Η βυζαντινή τέχνη, η τέχνη των μικρασιατών καθώς και η μελέτη των παλιών σχεδίων δίνει στο λαϊκό καλλιτέχνη τη δυνατότητα να εμπλουτίσει τα σχέδια του και να προκύψουν νέες φόρμες που ουδέποτε παρουσιάσθηκαν μ’ αυτούς τους συνδυασμούς παλιότερα. Έτσι βλέπουμε ότι τίποτα δεν αντιγράφεται αλλά αφομοιώνεται για να παρουσιασθεί σε μια νέα μορφή που δένει αρμονικά με όλο το έπιπλο.
Νέες τεχνικές (και στη κατασκευή και στη βαφή και στο φινίρισμα) δείχνουν ότι η ξυλογλυπτική και η επιπλοποιία στην Αγιάσο είναι μια τέχνη ζωντανή που εξελίσσετε συνεχώς και απευθύνετε όλο και σε περισσότερους.
Οι σαμαροποιοί (κατασκευαστές σαμαριών για τα υποζύγια) που διακοσμούσαν τα σαμάρια με λίγα σκαλίσματα κατασκεύαζαν και κάποιες κασέλες. Ο κ. Χαριλής Μπίνος σ’ ένα άρθρο του περιοδικό Ζυγός του 1965 αναφέρει ότι οι πρώτες αυτές κασέλες που έχει εντοπίσει (και σώζονται) είναι από τα μέσα του 18ου αιώνα. Ο ίδιος αναφέρει ότι πρέπει να κατασκευάζονταν από σαμαροποιούς και το δικαιολογεί λέγοντας ότι ενώ έχουν πολύ προσεγμένες ξυλόγλυπτες παραστάσεις είναι όμως άκομψες, αγώνιαστες και αροκάνιστες και δεν φαίνονται να έχουν γίνει από μάστορα.- Οι μαθητάδες (τα τσιράκια) από τους Γιαννιώτες τεχνίτες που κατασκεύαζαν το τέμπλο του Ναού της Παναγίας Αγιάσου (που κάηκε πριν ολοκληρωθεί κατά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1812) οι οποίοι είχαν και καλύτερη τεχνική κατάρτιση.
Τα κυριότερα έπιπλα ενός Αγιασώτικου νοικοκυριού ήταν οι κασέλες και οι καθρέπτες, άλλοτε αυτά ήταν ίσια χωρίς σκαλίσματα, αλλά τις περισσότερες φορές ήταν σκαλισμένα. Απ’ αυτές υπάρχουν τα περισσότερα στοιχεία για την μελέτη της ξυλογλυπτικής στην Αγιάσο. Μεγαλύτερη σημασία είχαν οι παραστάσεις και τα σχέδια που ήταν σκαλισμένα μόνο εμπρός. Ο φυτικός διάκοσμος φαίνεται ότι έδινε περισσότερη έμπνευση στους λαϊκούς δημιουργούς. Όλες τις παραστάσεις ο ταγιαδόρος (σκαλιστής) τις βρίσκει από το χώρο όπου ζει και κινείται και πολλές φορές τις εμπλουτίζει από δείγματα της φαντασίας του προσθέτοντας μέσα στο φύλλωμα μιας γλάστρας π.χ. και πουλάκια. Άλλοτε προσθέτει στο σχέδιο του και προσόψεις εκκλησιών. Πολλοί φαίνεται ότι επηρεάστηκαν από την Βυζαντινή τεχνική και προσθέτουν έναν ή περισσότερους δικέφαλους μέσα στη παράσταση. Όλες σχεδόν είναι καλοδουλεμένες παραστάσεις και φαίνεται ότι ο τεχνίτης έδινε όλη την αγάπη του το μεράκι του γι’ αυτό που έφτιαχνε.
Εξετάζοντας τεχνικά το σκάλισμα βρίσκουμε ότι οι τεχνίτες αυτοί είχαν πολλών ειδών σκαρπέλα. Χαρακτηριστικό είναι ότι χρησιμοποιούσαν πολλών ειδών σγορμπίες (ημιστρόγγυλα σκαρπέλα) που φαίνονται καθαρά πάνω σε όλες τις παραστάσεις. Το σκάλισμα τους ήταν συνήθως ρηχό. Η παράσταση προβάλει ανάγλυφη και τονίζεται χτυπώντας το φόντο με ένα εργαλείο ώστε να γίνει θαμπή η επιφάνεια (χτυπιέται άμμος δηλαδή). Το σχέδιο του σκαλίσματος παρουσιάζει συνήθως επίπεδη συμμετρία. Σε άλλες πάλι ένα τμήμα του σχεδίου επαναλαμβάνεται, όμως το καθένα παρουσιάζει μικροδιαφορές από το άλλο, δείγμα του ότι έχει δουλευτεί με το χέρι.
Ενώ όμως η κασέλα αντιπροσωπεύει τους πιο αυθόρμητους δημιουργούς, τους αυτοδίδακτους ταγιαδόρους και παρουσιάζει ατέλειες από κατασκευαστική πλευρά, τα άλλα είδη επίπλων που βρίσκονται παρουσιάζουν ότι είναι κατασκευασμένα από καλούς μαστόρους και καλούς ταγιαδόρους. Αυτοί οι μαστόροι, που ήταν τα τσιράκια των κατασκευαστών του καμένου τέμπλου του Ιερού Ναού της Παναγίας Αγιάσου, κατασκεύαζαν έπιπλα που δένουν απόλυτα με το χώρο. Τα σχέδια στο σκάλισμα είναι άλλοτε λιτά και απλά και άλλοτε πλούσια και βαριά. Ορισμένες φορές αυτά τα είδη παρουσιάζουν φράγκικες επιρροές, όπως είναι οι κομότες και άλλοτε δείχνουν ότι ο τόπος μας γειτονεύει με τη Μικρά Ασία. Αυτές οι επιρροές αφομοιώθηκαν από το λαϊκό τεχνίτη και έδωσαν δείγματα καινούριων σχεδίων και γραμμών για το έπιπλο.
Η άνθηση της ξυλογλυπτικής τέχνης συνεχίστηκε, μάλλον μέχρι τα μέσα ή τέλη του 19ου αιώνα. Η αρχή του 20ου αιώνα επιφύλασσε πολλά για τον τόπο. Η οικονομικά εύπορη Αγιάσος άρχισε να φθίνει. Αυτό που προσπαθούσε να κάνει κανείς ήταν να επιζήσει. Λογικό ήταν λοιπόν και οι ταγιαδόροι να παρατήσουν τα σκαρπέλα τους. Οι μεγαλύτεροι άρχισαν να χάνονται ένας ένας και οι νεώτεροι έμαθαν άλλες τέχνες.
Για τη σύγχρονη εποχή θα χρησιμοποιήσω τα γραφόμενα στο πρώτο τουριστικό οδηγό για την Αγιάσο (έκδοση του Συλλόγου Αγιασωτών της Αθήνας)
«Στα μεταπολεμικά χρόνια, την τέχνη άσκησε από το 1950 και μετά ο Δημήτρης ο Καμαρός, που είχε παππού ξυλογλύπτη. Τα σκαλιστά του έγιναν γνωστά και ονομαστά όχι μόνο στο νησί αλλά σ’ όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό.»
Από τις αρχές της δεκαετίας του 70 η στροφή του κόσμου στο κλασικό έπιπλο έδωσε τη δυνατότητα για μια καινούρια ανάπτυξη του ξυλόγλυπτου επίπλου. Σήμερα κατασκευάζονται όλα τα είδη των επίπλων. Τα περισσότερα είναι αντιγραφές από έπιπλα παλιότερα όμως που στο καθένα δίνει τη σφραγίδα του ο δημιουργός. Παρόλο που χρησιμοποιούνται σύγχρονα εργαλεία για τις δουλειές της επιπλοποιίας όμως τα ξυλόγλυπτα τμήματα εξακολουθούν να γίνονται με το χέρι χρησιμοποιώντας για εργαλεία τα σκαρπέλα.
Η βυζαντινή τέχνη, η τέχνη των μικρασιατών καθώς και η μελέτη των παλιών σχεδίων δίνει στο λαϊκό καλλιτέχνη τη δυνατότητα να εμπλουτίσει τα σχέδια του και να προκύψουν νέες φόρμες που ουδέποτε παρουσιάσθηκαν μ’ αυτούς τους συνδυασμούς παλιότερα. Έτσι βλέπουμε ότι τίποτα δεν αντιγράφεται αλλά αφομοιώνεται για να παρουσιασθεί σε μια νέα μορφή που δένει αρμονικά με όλο το έπιπλο.
Νέες τεχνικές (και στη κατασκευή και στη βαφή και στο φινίρισμα) δείχνουν ότι η ξυλογλυπτική και η επιπλοποιία στην Αγιάσο είναι μια τέχνη ζωντανή που εξελίσσετε συνεχώς και απευθύνετε όλο και σε περισσότερους.
Αγιάσος είναι το «ορεινό» νησιώτικο χωριό με την ξεχωριστή καταπράσινη φύση και τους «αψείς» ορεσίβιους κατοίκους του, που διακρίνονται για την οξύνοια, την εργατικότητα και την έντονη πνευματικότητα, μα και για το μόνιμο καλοπροαίρετό τους ύφος.
Δρόμοι στενοί, γραφικοί, ανηφορικοί και κατηφορικοί, σας γυρίζουν πραγματικά σε μια άλλη εποχή. Θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο, πηγή χειροποίητων σκαλιστών και αγγειοπλαστικής, μπορεί να ικανοποιήσει πολλές από τις προσδοκίες σας, ιδιαίτερα αν αυτές έχουν σχέση με το θρησκευτικό ή το καλλιτεχνικό στοιχείο (θέατρο, χορός, μουσική) ή με τη λατρεία της φύσης, εν γένει με την παράδοση.
Στα τέλη του 8ου αιώνα, περίοδος εικονομαχιών. Στην Κωνσταντινούπολη, ο ιερέας του παρεκκλησίου των ανακτόρων Αγάθων ο Εφέσιος, εικονόφιλος, πέφτει στη δυσμένεια του αυτοκράτορα Λέοντος του Α΄ και αυτοεξορίζεται στα Ιεροσόλυμα. Στις αρχές τού 802 μ.Χ. πληροφορείται ότι στη Λέσβο ήταν εξόριστη η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, και αυτή εικονόφιλη. Θέλοντας να τη συναντήσει, μα και για να είναι πιο κοντά στην Κωνσταντινούπολη, φεύγει για τη Λέσβο παίρνοντας μαζί του μια εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας (που η παράδοση την ήθελε ζωγραφισμένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά), έναν Ασημένιο Σταυρό με Τίμιο Ξύλο, ένα χειρόγραφο Ευαγγέλιο και άλλα κειμήλια. Κατά το 803 μ.Χ. φθάνει στο νησί. Η Ειρήνη η Αθηναία εν τω μεταξύ είχε πεθάνει και ο Αγάθων, ακολουθώντας ρεύματα χειμάρρων, βρίσκει ένα δασωμένο και έρημο μέρος για να μείνει και να γνωρίσει με ασφάλεια το περιβάλλον. Στο μέρος αυτό, που είναι στην Καρυά, εκεί ακριβώς όπου υπάρχει σήμερα το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής με το Αγίασμα, έκρυψε τα Ιερά Κειμήλια και έφτιαξε σκήτη. Ήρθε σε επαφή με τους κατοίκους των κοντινών χωριών Καρύνη και Πενθίλη, απέκτησε την εμπιστοσύνη και το σεβασμό τους και τους αποκάλυψε το μυστικό του. Σιγά - σιγά, λοιπόν, άρχισαν να έρχονται στη σκήτη πιστοί για να προσκυνήσουν, και μερικοί από αυτούς έμειναν μόνιμα κοντά στον Αγάθωνα. Έτσι, στις αρχές του 9ου αιώνα, δημιουργείται ένα μικρό μοναστήρι, γύρω από το οποίο άρχισαν σιγά - σιγα να χτίζονται σπίτια και να εγκαθίστανται άνθρωποι των γύρω χωριών. Αυτό ήταν η απαρχή, η ρίζα του σημερινού χωριού.
[Το απόσπασμα του κειμένου είναι του κ. Μιχάλη Κορομηλά και υπάρχει στον πρώτο Τουριστικό Οδηγό για την Αγιάσο, που εκδόθηκε από το Φιλοπρόοδο Σύλλογο Αγιασωτών]
Περισσότερες πληροφορίες: